|
руководящий; ~ό κέντρο — руководящий центр; ~ά όργανα — руководящие органы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово руководящий? — καθοδηγητικός как с (ново)греческого переводится слово καθοδηγητικός? — руководящий — ξωμερίτισσα — αντιπροκαλώ — πέλαγος — ατόφια — στούκας — σύρμα — ανύψωτος — ρωγοβύζι — ξενοφοβία — εσάπην — γλυκοκοίταγμα — ανθρωπόφοβος — χωροσταθμώ — Περσία — ρογί — άσσος — εγχυματογενής — δεκοχτούρα — πρίνος — διπλόστομος — απόσχιση |
|||