Новогреческий словарь
χειρονόμος
χειρονόμ|ος
ο
тот(__,__) кто жестикулирует
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тот, кто жестикулирует
? —
χειρονόμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
χειρονόμος
? — тот, кто жестикулирует
#
(ново)греческий словарь
—
ανεκδίκαστος
—
πρόβατο
—
τσάχαλο
—
κεντρισμός
—
διαμφισβητούμενος
—
καταχτητικός
—
φλογιστό
—
κατοπτρισμός
—
εξαπολύω
—
θαμνοειδής
—
ξανθούλα
—
ασπόνδυλος
—
αχερωμένος
—
διαθέρμανση
—
αδίψαστος
—
ακούνητος
—
καταμαρτυριά
—
εξοκέλλω
—
βαβουίνος
—
νικημένος
—
αληθινότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω