|
ο мор. матрос с вельбота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово матрос с вельбота? — φαλαινίτης как с (ново)греческого переводится слово φαλαινίτης? — матрос с вельбота — κατσαμακλού — δέων — μουρμούρα — μαγγανοπήγαδο — κηπεύω — ημιλαρχία — κρεοκόπτης — πήρα — χωροδεσπότης — νεανίας — αμυλοποιείο — τρόφιμο — ευανάγνωστος — κρυπτογενεσικός — ανάντη — ισάκις — αχλαδίτης — δικτυουλκός — ρυμούλκηση — τοκομερίδιο — φρούσι |
|||