|
η мор. галс (снасть) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово галс? — σταντζιέρα как с (ново)греческого переводится слово σταντζιέρα? — галс — σκλήρωμα — μισοκαλόκαιρο — παλίνδρομος — οικογενειάρχης — καρχαρίας — πεντομερία — ξεπλανεμένος — γαλάζιο — ακούω — Αράπης — χαλβαδόπιττα — δημοσιολογία — υφαντουργός — ξεμακρύνω — πυροτεχνουργία — όδευσις — ενώπιος — ενσφραγίζω — προσωδιακός — αρκουδοτόμαρο — δεκαοκταετία |
|||