|
ο ??? животновод - член артели сыроваров #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοινάτορας? — — σακχαροποιω — πεζοπορώ — βιβλιοδεσία — αξιοκρατία — στρογγυλοφέγγαρος — υπερήφανα — φλύαρος — εβονίτης — κλαδευτής — θαμαστός — ανορθόγραφος — αναβλητικά — χωροδεσπότης — απρόσβατος — παχυσαρκία — άρρηκτα — ευθυμολογικός — εμβρόντητος — άδωρος — κεφάλαιο — νεολιθικός |
|||