|
хим. содержащий хром, хромистый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово содержащий хром? — χρωμιούχος как на (ново)греческом будет слово хромистый? — χρωμιούχος как с (ново)греческого переводится слово χρωμιούχος? — содержащий хром, хромистый — κομμώτρια — διαφώσκω — γινωμένος — προύντζος — αγαργάλιστος — ανελαστικός — ραβάρβαρον — αντίδερο — πετσετάκι — πρωτοτυπία — συμπαρατάσσω — τραπεζιέρης — οσφραντικότητα — βιοφωταύγεια — γυμναστικός — αυτόφωτος — γυαλουρίζω — ενδελεχώς — εκρηξιγενής — εριοφόρος — νυχτικό |
|||