|
1. ревматический; 2. (о) больной ревматизмом, ревматик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ревматический? — ρευματικός как на (ново)греческом будет слово больной ревматизмом? — ρευματικός как на (ново)греческом будет слово ревматик? — ρευματικός как с (ново)греческого переводится слово ρευματικός? — ревматический, больной ревматизмом, ревматик — φρενίτιδα — μανούλα — σύνθεση — γλυκομίλημα — δαμαστήριος — βλεφαρίζω — περιτραχήλιο — γελοιογράφω — επιστύλιο — ιρρεδεντισμός — αντιπροσαγόρευση — τιμωρία — υδροσκοπία — σταχυολόγησις — γαλατόχορτο — αναπότρεπτος — εποψ — χωροταξία — καινοθηρία — αρκτοκέφαλος — ατραγούδητος |
|||