|
схематизировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово схематизировать? — σχηματοποιώ как с (ново)греческого переводится слово σχηματοποιώ? — схематизировать — ανελήφθην — ακήδεστος — επιστήριγμα — υποστιγμή — υπερυψώνω — λεμές — πηλίκο — τράμπα — νταμουζλούκι — αποτροπή — αντρίκια — σαπωνίζω — ποτάμι — οπιομανής — μετρολογικός — απλόχερος — διαφεντεύω — εμβιβάζω — πασχίζω — ανιών — δευτερολογώ |
|||