|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαπεραστικά? — — ύδραρθρος — Μαλαισία — χώνευση — απρόσβλεπτος — παραζαλίζω — διαστρεβλωτής — χοντρούλικος — πηδαλιούχηση — εβδομήντα — εννεάκρουνος — παραληρώ — δεοντολογία — πλαγινός — κοιλότητα — τσάπισμα — ρόμπα — καταπόδι — υποθετικός — βουλευτεια — εποικίζω — αλλοπαθητική |
|||