|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πιτζιέμ? — — μονιάζω — ανόρυξη — επιφυλλίδα — αιτιότητα — φοροδιαφεύγω — πηγαινοέλα — διακυμαίνομαι — κλεψιμιός — ελλιμενίζω — διαγκωνίζομαι — δαμασκί — γαλόνι — παζαρίσιος — μπαστάρδικος — προσήνεια — κατακαλόκαιρο — καλλιγράφος — γρυμαία — αποθωρακίζω — αφιλότιμος — ηνέχθην |
|||