|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπερήλικος? — — περιγραφή — ακαδημαϊκότης — απαράγραπτο — μπράουνιγκ — αφορμῶμαι — τρεχαντήρι — ιδού — αυτοχειριασμός — δανείστρια — θηλυτοκία — υπερκερατίαση — περιτοναϊκός — ανάβρασμα — λύντσειος — λαχταριστός — οινοβάρελο — βαρέλα — μονοιάζω — ζερκός — αεριόμετρο — διάνυσμα |
|||