|
(-εος) τό 1) самка; 2) женщина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самка? — θήλυ как на (ново)греческом будет слово женщина? — θήλυ как с (ново)греческого переводится слово θήλυ? — самка, женщина — μεσημβρία — στροφαλοφόρος — ξετίναγμα — εγκωμιαστικός — μαντατούρης — οδικώς — αληθοφανής — αποσκοπώ — σκαλτσάτος — ασυνέπεια — ακαλαφάτιστος — ντουφεκιά — τεμπελχανού — καζμάς — απάγγιο — βαθύχρους — κλυστήρας — θειαφής — σωματάρχης — αφιλοκερδής — Κορεάτης |
|||