|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ευπρεπώς? — — διαγούμισμα — φιλονεικώ — λαζουρίτης — απαρατήρητος — τσίμπλα — καταπίστευμα — χύνω — αντιβραχίων — γαβάθι — εγγλύφω — παπουτσής — γαλίφικο — αλλοιόμορφος — ειλικρίνεια — συναισθάνομαι — αντιπαλαίω — απήδητος — αμακατζής — πουκάμισο — κάπελας — διακύβευμα |
|||