|
успокаивать; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово успокаивать? — επαναπαύω как с (ново)греческого переводится слово επαναπαύω? — успокаивать — φτωχούλικο — ευθυωρία — μεταφέρνω — αντροφέρνω — ανυφαντού — Ιταλίδα — ένδειξη — δηκτικός — απογέννημα — αρταίνομαι — θεώρηση — αναμηρυκασμός — χορτοφόρος — επισπώμαι — χασαποσέρβικος — ιδιοχρησία — ξαδέρφι — υδροφοβικός — φτωχοκόριτσο — άσημος — εύνομος |
|||