|
воспламеняющийся, взрывающийся (при трении) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воспламеняющийся? — εκτριπτικός как на (ново)греческом будет слово взрывающийся? — εκτριπτικός как с (ново)греческого переводится слово εκτριπτικός? — воспламеняющийся, взрывающийся — γαρδένια — καλούδια — ακορόϊδευτος — πληρώννομαι — εντατικοποιούμαι — διαχέομαι — δυσφημιστικός — μεθώ — τουρκόγύφτισσα — ομοφωνία — δοξομανής — άβυθος — άγνεστος — φαγοκυτταρικός — καμωμένος — εποποιία — κεφαλοχώρι — υπερκεφαλαίωση — ηλεκτράμαξα — αισθητική — μελοποιός |
|||