|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παρετυμολογικώς? — — κεφαλιάτικο — τραμιθιά — αραβοσιτάλευρο — μονόπορτα — συνοδεύω — άπτομαι — θυσανοσωρείτης — οξυοσμία — πένθος — αιμορροϊκός — πασπαλώ — εγγλέζικος — μασκαρεύομαι — φλεκτήρας — ομοιοθερμία — διακοσιαπλάσιος — δριμόχολο — στενοχωριούμαι — συχωρεμένος — καταρράχτης — Αγγλοσάξονας |
|||