|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πιρούνιασμα? — — χρησικτησία — αμύλα — χρονομέτρης — οπτοπλινθοδομή — χρονισμός — ανημποριάζω — στρατοκράτης — συνδιαλέγομαι — μανάβικο — Πέραμα — πεσιμίστρια — παραφιλολογία — πανίσχυρος — βιογεωγραφία — εγχυματικά — εκμάθηση — εφοπλισμός — ότου — κομούνα — ραντιστός — έκδοση |
|||