|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ορνιθοκλέφτης? — — ρωμαϊστής — γκιοστέκι — αργατινό — χαχανίζω — αιδώς — ιερατείο — φωτότυπο — μπρίκι — οστεϊχθύες — κόπανο — βλαστοφυής — γαλλομάθεια — επέκεινα — πολυκυτταρικός — απογεννώ — άοκνος — αναφουφούδιασμα — αλεβάντιαστος — αραμπαδόξιλο — γραμματικός — συνταξιοδοτώ |
|||