|
η языкознание, лингвистика #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово языкознание? — γλωσσολογία как на (ново)греческом будет слово лингвистика? — γλωσσολογία как с (ново)греческого переводится слово γλωσσολογία? — языкознание, лингвистика — σαβάνωμα — επισκευάστρια — αλαζονεύομαι — μισοζώντανος — γροθοκοπώ — περισσότερον — αφυλάκωτος — αποικιοποίηση — λέμβος — εννιάημερα — μεταλλεύσιμος — Ινδονήσιος — κανναβάτσα — κοινωνιόλεκτος — ολέθριος — πλάτανος — ηχητική — βρομοσέντο — δεσμεύομαι — γυμνητεία — όποτε |
|||