|
το текст. основа; === πού (υ)φάδια, πού ~α! — [phrase]сравнил кукушку с ястребом![/phrase]; τά 'φερε ίσα υφάδι, ίσα ~ — [phrase]спустил всё до нитки[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово основа? — στημόνι как с (ново)греческого переводится слово στημόνι? — основа — γαιανθρακοφύραμα — λεπτός — επιβλαστάνω — ξεστηθώνομαι — κοπρίτης — κατασπαράσσω — συργουλιά — σέλλα — σκάμμα — αποφασιστικότητα — δυσπρόφερτος — οκνεύω — τρίμορφος — λουλουδίζω — άσπρισμα — γραμματάκι — δαιμονισμένος — περίφραχτος — συσκευασία — πρωθιερέας — απεκδύομαι |
|||