|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μερισματόγραφο? — — αστυφύλακας — θερμογράφος — κυλώ — ορθοτονούμαι — αναβλέπω — σφιγκτήρ — υπαρκτός — αναβιώνω — ακοίμιστος — νταβράντισμα — χασικλής — καθεκλοποιείο — στρωματσάδα — συνταγογραφία — εννεακοσιοστός — φλοκκιαστός — απείθαρχος — καρφιτσώνω — γονόρροια — καυχησιάρικος — υπεριτόπληκτος |
|||