σμυριδεργάτης

формы словаβ
σμυριδεργάτης
ο тот(__,__) кто добывает наждак



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово тот, кто добывает наждак? — σμυριδεργάτης
как с (ново)греческого переводится слово σμυριδεργάτης? — тот, кто добывает наждак


βλένναδικλίδασπειραματονεφρίτιδαενδεκάμηνονκαλαμάριμικροκλεψιάδίοιξηαπωθητικότητασυνέλιξηαναπαλλοτρίωτορητορικότηταπολυτραυματίαςβλαισόχειρεξοικονόμησηγέμισηοἰκίσκοςμαγνητοχημείαβλητικότηςμεσομακροπρόθεσμοςκράτοςκοινοποίηση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit