|
ο тот(__,__) кто добывает наждак #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто добывает наждак? — σμυριδεργάτης как с (ново)греческого переводится слово σμυριδεργάτης? — тот, кто добывает наждак — βλέννα — δικλίδα — σπειραματονεφρίτιδα — ενδεκάμηνον — καλαμάρι — μικροκλεψιά — δίοιξη — απωθητικότητα — συνέλιξη — αναπαλλοτρίωτο — ρητορικότητα — πολυτραυματίας — βλαισόχειρ — εξοικονόμηση — γέμιση — οἰκίσκος — μαγνητοχημεία — βλητικότης — μεσομακροπρόθεσμος — κράτος — κοινοποίηση |
|||