|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Καναδέζος? — — αριθμός — βροχοφόρος — οροσημαίνω — ζωνούλα — χάμόγελο — εργατοπατέρας — ρήμαγμα — αμφιρρέπεια — εσκούδον — κουσούρι — αναχωρητήριον — αργοπορημένος — αντεισάγω — αγκέλωμα — εμώ — χωλαίνω — μυρμηγκοφωλιά — εκτίω — βιβλιογνωσία — αρχεγονία — υδροδοτούμαι |
|||