Καναδέζος

формы словаβ
Καναδέζος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово Καναδέζος? —


αριθμόςβροχοφόροςοροσημαίνωζωνούλαχάμόγελοεργατοπατέραςρήμαγμααμφιρρέπειαεσκούδονκουσούριαναχωρητήριοναργοπορημένοςαντεισάγωαγκέλωμαεμώχωλαίνωμυρμηγκοφωλιάεκτίωβιβλιογνωσίααρχεγονίαυδροδοτούμαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit