|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ατσαλώνομαι? — — άσπιλος — συμβούλιο — ηλεκτροσκόπιο — ξόβεργα — λιμεναρχώ — δίκην — αργατινό — τσικνώνω — καλόγουστος — Αϊκαθίστρα — ατερμάτιστος — φυλλοκάρδια — επέρσι — άχτι — διμηνίτης — εφημερίς — τές — προπέτης — ξαιάζω — κελαρυστός — πονόκαρδος |
|||