|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοσμογραφικός? — — βλεννορραγία — πιερόττος — επιδημία — αποσπόντα — αλληλοφθονούμαι — μαδερι — πολυπρόσωπος — νοτιοδυτικά — δελέασμός — λατομική — ζύγι — κατηγόρεμα — ελεγκτέος — γενειοφορώ — κρασοπότηρο — πλησιέστερος — φιλογυνία — χαλκιάς — υδρωπικιάζω — αγκυρώνω — ασμίκρυντος |
|||