|
ο цикада; стрекоза (в басне) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цикада? — τζίτζικας как на (ново)греческом будет слово стрекоза? — τζίτζικας как с (ново)греческого переводится слово τζίτζικας? — цикада, стрекоза — προτεσταντικός — τυποκλοπώ — ευφαντασίωτος — τελάρο — ενδόκριμα — ιστοκαλλιέργεια — απόβροχο — πανελλήνιος — περικλεής — μακρότερον — κρέμαμαι — στύφω — εκκλησιάρης — ωκεανογραφία — θράσος — ανερέθιστος — γκαριστής — μότο — νοτιοδυτικός — μερομίσθι — αντικομμουνισμός |
|||