|
ο тех. сальник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сальник? — στυπειοθλίπτης как с (ново)греческого переводится слово στυπειοθλίπτης? — сальник — μαζαλίς — αποκλαμός — γλωσσοπλάστρια — προπαραλήγουσα — τυλώδης — προνευστάζω — αμινοβενζόλιο — ρόδα — δυσπαράδεχτος — ευκραής — τοσοσδά — χαμαιζηλία — καθαρόαιμος — εκπόρευση — απάντικρυ — ένδεκα — συγκόπτω — αλοιφόπιττα — θηλυγονία — λιόκαυτο — εξαΰλωση |
|||