|
теократический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово теократический? — θεοκρατικός как с (ново)греческого переводится слово θεοκρατικός? — теократический — κωπήλατος — φευγάτος — πυρομανία — ναυπήγημα — επιπλώνομαι — αδέλφωμα — γαιανθρακορύκτης — στριγγλίζω — χύδην — ποινικολόγος — ραβίνος — αναπνευστικός — πιονέρικος — αφυπηρετώ — απαιτούμενα — παιγνιδιάρης — υποδέκτης — αγευσία — ξαφορμίζω — ανατρέφω — ένσημος |
|||