|
легковерный, доверчивый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легковерный? — ευκολόπιστος как на (ново)греческом будет слово доверчивый? — ευκολόπιστος как с (ново)греческого переводится слово ευκολόπιστος? — легковерный, доверчивый — μποσταντζής — ανδραγαθικός — εμπροθέσμως — ανάπιαστος — άστρεπτος — μεσοστύλιο — μισοστρατίς — λούζω — κινηματογραφόφιλος — αγρονθοκόπητος — διεκροή — επιβάρυνση — αχαΐρευτος — κληροδοτώ — σαμάρωμα — άδαμαντοπωλειο — ιδρυτικός — αντεκδίκηση — απόκρημνος — μέλωμα — διάργυρος |
|||