|
: ό, τι έγινε δέν ~εται — [phrase]что было, то было(__,__) что прошло, того уж не вернёшь[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξεγίνομαι? — — διασκέλα — σκορδοφάγος — εισακούω — αναθιβάλλω — αποτελμάτωση — πετροκοπειό — βραχυκεφαλία — υδατώδης — πείνα — κοφφεΐνη — νήξη — διείρω — αλαλάζω — ηλεκτρολόγος — καλογερόπαιδο — προβιταμίνη — γαλατόσουπα — πακέτωμα — πατριδολάτρης — ανκορά — σεισμικός |
|||