ξεγίνομαι

формы словаβ
ξεγίνομαι
:
          ό, τι έγινε δέν ~εται — [phrase]что было, то было(__,__) что прошло, того уж не вернёшь[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ξεγίνομαι? —


διασκέλασκορδοφάγοςεισακούωαναθιβάλλωαποτελμάτωσηπετροκοπειόβραχυκεφαλίαυδατώδηςπείνακοφφεΐνηνήξηδιείρωαλαλάζωηλεκτρολόγοςκαλογερόπαιδοπροβιταμίνηγαλατόσουπαπακέτωμαπατριδολάτρηςανκοράσεισμικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit