|
легкомысленный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легкомысленный? — πετεινοκαύκαλος как с (ново)греческого переводится слово πετεινοκαύκαλος? — легкомысленный — σφαιρόμετρο — σκιαγραφικός — πληκτικός — ωρισμένως — εξακριβώνω — ραγιάς — κοκκορόμυαλος — άτοπο — θέτω — απαλύνω — μικρολόγος — επάλληλος — παραπιστεύω — κτηνιατρείο — ποικιλτικός — χαριτολογία — κελλάρης — βαρυσήμαντος — κατονομάζω — μεσοφωνηεντικός — αγκυροβολία |
|||