Новогреческий словарь
ζάλο
ζάλο
το 1)
шаг
;
2)
след
(ноги)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шаг
? —
ζάλο
как на
(ново)греческом
будет слово
след
? —
ζάλο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ζάλο
? — шаг, след
#
(ново)греческий словарь
—
οθόνη
—
φαλτσάρισμα
—
απετονιά
—
μασουρίζω
—
αγωγνάτικα
—
διαθλαστικότητα
—
αδερφός
—
υδατογραφικός
—
αρραβωνιαστική
—
αλδεΰδες
—
παππουδίστικος
—
αλαφροήσκιωτος
—
λοξοδρομικός
—
ενδόπλασμα
—
σπάλα
—
σούγλιασμα
—
συκών
—
ανεξύπνητος
—
καλτσοδέτα
—
αδικοπλουτίζω
—
βαρούχειος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве