|
иметь двойной смысл #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иметь двойной смысл? — διφορούμαι как с (ново)греческого переводится слово διφορούμαι? — иметь двойной смысл — κρυπτογενεσικός — έθεσα — ανθοστοιχία — εντύλιγμα — υπόξινος — αχρειότητα — εξάρτια — ανεμοπύρωμα — χωνευτικός — μετεμψύχωση — καλαματιανός — φωκιάζω — χαιρετάω — αμαξάκι — ανεμοπόδαρος — γλωσσαράς — μαγάρισμα — γρηγορώ — γράφω — κροταφικός — βρωμο- |
|||