Новогреческий словарь


γαληνότατος

γαληνότατ|ος
(превосх. ст. от γαληνός) :
          η Αυτού Γαληνότατη Υψηλότης — [phrase]его величество[/phrase]


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как с (ново)греческого переводится слово γαληνότατος? —


#(ново)греческий словарьλάλοςτάχιστατουλουμοτύριαλλαξοφεγγιάαλλαντίοσημετάνιωμαμουχλιασμένοςσυρματικόςντρέπομαιπτωχευτικόςγαλειάπολυμερήςθαυμάζωστεφάνωσησωτηριοςκατακέφαλακαταβύθισηηλιογράφοςτακτικήμύρμηκοςεστην


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω







переводы с персидского языка, литовский словарь, шведско-русский словарь, сборка мебели в Москве