Новогреческий словарь
ντούέτο
ντούέτο
το
дуэт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дуэт
? —
ντούέτο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ντούέτο
? — дуэт
#
(ново)греческий словарь
—
ασκάλιστος
—
συλλαβικός
—
νεογιλός
—
τσίφτης
—
σουρτάρι
—
ωμόμετρο
—
αποκλάδι
—
διανάπαυση
—
ξεμιστεύω
—
μουλλώχνω
—
πορθμεύς
—
σαγονιά
—
κομμουνιστοσυμμορίτης
—
κολυμβητήριο
—
αλευροποιία
—
αναχαίτιση
—
αφέθην
—
ρεύμα μετατόπισης
—
αριστεροσοσιαλιστικός
—
βαρβαρίζω
—
συγχωρητήριος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,