|
(-ήρος) ο гигиенический душ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гигиенический душ? — πυγονιπτήρας как с (ново)греческого переводится слово πυγονιπτήρας? — гигиенический душ — πετεινοκεφαλή — μόδα — οδοντοφυία — βεβηλωτής — οιδηματώδης — επισυναλλαγμοτική — δαχτυλικός — ασφαλτόστρωση — αφιλοσόφητος — προγεύομαι — ταμίευση — προφορικός — λιθίαση — υγιώς — μαγνητεγερτικός — θεόκουφος — βάβω — πορεύομαι — τελειωμένος — γωνιακός — αφόρετος |
|||