|
η горн. труба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово труба? — σάλπιγγα как с (ново)греческого переводится слово σάλπιγγα? — труба — απηγορευμένος — καταγραφή — αμνοερίφια — ασβεστόνερο — βαθμολογία — αμοιρολόγητος — πλωτός — μεσοζωϊκός — ξεμαθαίνω — αλαλαχή — γενωμένος — αναζωγραφίζω — πρόσχωση — προσυνεννόηση — εκδικητικός — πνικτικός — διακυλίω — υποτιτλίζω — αγγειοπλαστικός — ταμπάκικο — έμεση |
|||