|
ο тот(__,__) кто подслушивает #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто подслушивает? — αφουγκραστής как с (ново)греческого переводится слово αφουγκραστής? — тот, кто подслушивает — μήτε — κουλαντρίζω — εξώφθαλμος — αλλιώτικα — απομαγνητίζω — δενδρόλιθος — τσύνουρο — ούρηση — τανυτό — κόφτρα — στραβοπάτημα — αστασίαστος — αρχοντοχωριάτισσα — περιπαιχτικός — αναπαή — οικοδόμημα — ωμοβόρος — κακίζω — βαφτίζω — μερτζάνι — γεράκια |
|||