|
(легко) распространямый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распространямый? — εξαπλώσιμος как с (ново)греческого переводится слово εξαπλώσιμος? — распространямый — θερμιδόμετρο — ύδρωπας — ισούμαι — αιμοπότις — τροχασμός — ευτελής — λαβή — καταριούμαι — ανάργυρος — διαστέλλω — ταννίνη — ευφημιστής — άμουρος — αψηλωτός — ροδόσταγμο — φουρκέττα — στοιχειομετρία — διαφανοσκόπιο — άφραχτος — στρύχνος — πουσταλευριά |
|||