|
το мостовая (мощенная камнем) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мостовая? — λιθόστρωτο как с (ново)греческого переводится слово λιθόστρωτο? — мостовая — ηχητικά — ξυλική — γροθίζομαι — βρομιά — κατάμεστος — μποτίνι — περιπόδιον — μολυβδόβουλο — γουρλίζω — χοροστάσι — πλαγιοδρομώ — ακαλήφη — μαϊτάπι — μεταφραστικός — ποδοβόλημα — πολυκάνδηλο — στρωματσάδα — φιλοτομαρισμός — υδρομέτρηση — επίσκοπος — νυχτοκόπημα |
|||