Новогреческий словарь
δαμαλάκι
δαμαλάκι
το 1)
телёнок
;
2)
бычок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
телёнок
? —
δαμαλάκι
как на
(ново)греческом
будет слово
бычок
? —
δαμαλάκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
δαμαλάκι
? — телёнок, бычок
#
(ново)греческий словарь
—
δασοφυτεία
—
αφθαρσία
—
απλάδι
—
ισοβαθής
—
αντιπροσφέρω
—
λιθόκονη
—
αντιπροσωπία
—
ανακέφαλος
—
άθρεπτος
—
αποφθειρίαση
—
οικτιρμός
—
ανεψιός
—
αναμισθωτήριον
—
δαρβινισμός
—
αντιπερισπώ
—
γατσούνι
—
εγκαιροφλεγής
—
φλάπα
—
πιστάκιον
—
σπόγγισμα
—
γονιμοποιώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве