|
растрачивать, расточать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово растрачивать? — πολυξοδιάζω как на (ново)греческом будет слово расточать? — πολυξοδιάζω как с (ново)греческого переводится слово πολυξοδιάζω? — растрачивать, расточать — ακρύσταλλος — αεριούχος — ονείρωξη — νεοπλασματικός — ζυμώνομαι — ωσμόμετρο — εσπερίς — μυωπικά — επιστεφής — βράστη — ποικιλία — σάκα — κλούβιος — εγκαλλωπίζομαι — λάχνη — ανόφθαλμος — διαισθάνομαι — γαλουφάρω — ανέκθλιπτος — αμυγδαλόφλουδα — λουλουδάδικο |
|||