|
петь (напевать) тихим голоском #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово петь тихим голоском? — ψιλοτραγουδάω как с (ново)греческого переводится слово ψιλοτραγουδάω? — петь тихим голоском — κρυφοβλέπω — διαβολίζω — πρωτοψάλτης — απειροστικός — ασέβαστος — δόσιμο — θηριομορφία — ερυθρόδανον — αργολογία — υπεργαλακτία — λιοβασίλεμα — ποιμήν — ακαταστάλαχτος — βαθουλωτός — σκαμπάζω — συκοπιτταρίδα — παραλυσία — αποσκληρύνω — προνοώ — επιδρομή — λαμποκόπι |
|||