|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αηδονόπουλο? — — κλειδοκύμβαλο — πετσωμένος — προσδοκώμενος — γεροντοκόριτσο — αποτρίβω — ζάρα — αμφίβιο — ακρωτηριάζω — γέρακας — χάλι — λεμφοπάθεια — μοστράρω — σκεύος — υδροπνευματοθώραξ — φλογοκόκκινος — σύχλιος — ροζέττα — ξεσκάνω — ανεπισκεύαστος — φλογιστικός — λεμφαδήν |
|||