|
пастушеский; ~ κύων — овчарка; ~ή ποίηση — пасторальная поэзия, пастораль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пастушеский? — ποιμενικός как с (ново)греческого переводится слово ποιμενικός? — пастушеский — αρκτοκέφαλος — τρόχισμα — καστραβέτσι — βασιλεία — νυφούλα — ακροστόμιο — ακαυχησία — εκτιναγμός — αναβοώ — κλημακοειδής — προτειχίζω — μισουρανής — φαινυλαμίνη — σπορεύω — ορθοπεταλιά — διαμφισβητώ — γρίφος — ενδορραχιαίος — καπιταλισμός — οξυθειούχος — βαφή |
|||