|
кожный, относящийся к коже; ~ά νοσήματα — кожные болезни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кожный? — δερματικός как на (ново)греческом будет слово относящийся к коже? — δερματικός как с (ново)греческого переводится слово δερματικός? — кожный, относящийся к коже — ξάφτω — απρόσμενα — ανακουνιούμαι — εγγύηση — ραδιοεντοπιστής — σκοταδιστικός — βρεσίμι — υπογραμμίζω — λάγκεμα — κάθεξις — χειμερινός — πτερόν — αποτύπωση — χημικοθεραπεία — τρίκροτος — μυρίκη — γρύλλωμα — ψευδεπίθεση — εμβάπτω — τρομοκρατικός — ευφώνιον |
|||