|
η 1) прям., перен. исповедь; 2) признание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исповедь? — ξομολόγηση как на (ново)греческом будет слово признание? — ξομολόγηση как с (ново)греческого переводится слово ξομολόγηση? — исповедь, признание — ωριμότητα — εξανάστροφα — καρυδώνω — Τριπτόλεμος — αναδιανεμητικός — δυσκατάποτος — λησμονησιά — εξηκοστό — Αρναούτης — χαμοκουκιά — διατρέφω — νοσφιστής — προμαχώ — αυτενέργητος — ανακατονκίζω — γραφόριο — προκομμένος — αναπτέρωση — παστρικός — αερογραφία — επαγώγιμον |
|||