|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τυράκι? — — κόφα — ταχινή — άτρητος — αποχτώ — ιερός — τέσσερα — σοβιετικός — πηγαδίσιος — δυσκολοκίνητος — πρωτοφτάνω — σεληνοτροπισμός — τευτλοπαραγωγός — κουδουνίστρα — αροτριάζω — εμψυχώνομαι — οκνιά — άβαπτος — εποστρακιστικός — αδιαπαιδαγώγητος — εξάγνιση — δενδρόκαρπος |
|||