|
глинистый; содержащий белую глину #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глинистый? — αργιλούχος как на (ново)греческом будет слово содержащий белую глину? — αργιλούχος как с (ново)греческого переводится слово αργιλούχος? — глинистый, содержащий белую глину — ολονύκτιος — τηγανιά — καλιά — βλέννα — υδατοφράχτης — ιόνιος — κουτσοδιαβασμένος — εθελοντής — έναρθρος — διάφανος — εμβρυογραφία — Αφγανός — αλογόπετρα — ψιμυθιολόγος — σάκος — μαντίλι — κοντούλα — πλακόστρωτος — εμπύρετος — ακοινώνητος — γαργάλητό |
|||