|
полупустой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полупустой? — μισοαδειανός как с (ново)греческого переводится слово μισοαδειανός? — полупустой — εμπέδωση — σκατολαγνεία — βεβήλωση — κοπελλίστικος — υπόλειμμα — ραφιναρισμένος — λαγουμτζής — βρυγμός — ιχθυοφαγία — όμηρος — μοντάρω — Αρχάγγελος — μπαγλαρώνω — λοξοτομώ — ένθλιψη — σκληροκαρδος — σκαφή — λαχανοκομία — όλον — ξυσιματιά — ταυτόφωνος |
|||